*ΟΜΑΔΑ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΑΓΑΖΗΛΟΣ*

Δικαιοσύνη για όλους!

Tag Archives: Mary Mostert

Προτιμώ να είμαι ΚΑΠΟΙΑ, παρά ΚΑΤΙ


Γιατί τα παιδιά μας είναι τόσο δυστυχισμένα, ώστε να σκοτώνουν;

της Mary Mostert

{Σχόλιο «Αγαζήλου»: Το άρθρο αυτό ξεκινά από γεγονότα που συμβαίνουν στην Αμερική, συνεχίζει όμως αναλύοντας μια κατάσταση που παρουσιάζεται και στην Ελλάδα κατά τα τελευταία χρόνια.}

Και πάλι πιστολίδι σε σχολείο. Αυτή τη φορά, πρόκειται για ένα 15χρονο στο Γυμνάσιο Heritage σ’ ένα προάστιο της Atlanta, στη Georgia, που πυροβόλησε έξι συμμαθητές του λίγο πριν στρέψει το όπλο στον εαυτό του.
Και, ποια είναι η αντίδραση της Αμερικής αυτή τη φορά; Λοιπόν, ο πρόεδρος των ΗΠΑ είπε, «Τα πρωινά νέα για ένα ακόμα συμβάν με πυροβολισμούς σε σχολείο… με προβληματίζει βαθιά, όπως όλους τους Αμερικανούς. Αυτό πρέπει να υπογραμμίσει το πόσο βαθιά σημαντικό είναι να ενωθούμε όλοι οι Αμερικανοί αντιμετωπίζοντας κατά πρόσωπο αυτά τα γεγονότα και να προστατέψουμε όλα τα παιδιά μας από τη βία», είπε ο Κλίντον, παροτρύνοντας π
ρος υποστήριξη της νομοθεσίας ελέγχου των όπλων που συζητιέται σήμερα στο Κονγκρέσσο.
Όμως, υπάρχει ήδη στη Georgia νόμος που απαγορεύει στα παιδιά να φέρνουν όπλα στο σχολείο. Πάντως, το παιδί που ήταν υπεύθυνο για τους πυροβολισμούς, ήταν τόσο πολύ δυστυχισμένο με τη ζωή που όχι μόνο πυροβόλησε πολλούς συμμαθητές, αλλά μετά γονάτισε κι έβαλε την κάνη στο στόμα του με σκοπό να αυτοκτονήσει – προφανώς δεν σταμάτησε να σκεφτεί «Πω-πω, αν πάρω αυτό το όπλο στο σχολείο και πυροβολήσω τους συμμαθητές μου και ίσως κι εμένα, θα έχω παραβιάσει ένα νόμο που λέει ότι δεν πρέπει να παίρνω όπλα στο σχολείο».
Να προστατέψουμε τα παιδιά από τη βία; Έχω εγγόνια στο Wisconsin που πάνε σ’ ένα σχολείο χωρίς κούνιες, γιατί κάποιος προστατεύει τα παιδιά από το να περάσουν μπροστά από μια κούνια εν κινήσει και να χτυπήσουν. Είναι επίσης προστατευμένα από κάποιον που πετάει χιονόμπαλες, με το να τους απαγορεύεται να παίζουν στο χιόνι κατά τους χειμερινούς μήνες. Νεαροί φίλοι στην California προστατεύονται από κανονισμούς που απαγορεύουν να φέρουν στο σχολείο γεύμα, που έχει και πιρούνι ώστε να το φάνε. Το να φέρουν ένα πιρούνι ή ένα μαχαίρι του φαγητού στο σχολείο μπορεί να τους κοστίσει αποβολή από το σχολείο. Όταν τους είπα ότι τ’ αδέρφια μου κι εγώ συνηθίζαμε να
φέρνουμε στο σχολείο σουγιάδες για να μπορούμε να παίρνουμε μέρος στους διαγωνισμούς ξυλογλυπτικής την ώρα του γεύματος, τα παιδιά με κοίταξαν λες και μόλις είχα έρθει από τον Άρη. Βρήκαν την ελευθερία που είχα σαν παιδί εντελώς ξένη με το συστηματοποιημένο τρόπο ζωής τους.
Οι αρμόδιοι του σχολείου λένε ότι «δεν είχαν κανένα λόγο να υποπτεύονται» το παιδί με το όπλο, γιατί ποτέ πριν δεν είχε μπλεχτεί σε φασαρία. Το γεγονός οδήγησε σε μια αντίδραση στη Βουλή των αντιπροσώπων, όπου ακόμα ένας νόμος για τα όπλα εγκρίθηκε με μια ψήφο του αντιπροέδρου Αλ Γκορ, σπάζοντας μια ισοψηφία 50-50. Αν ο νόμος είχε ήδη ψηφιστεί, θα εμπόδιζε το 15χρονο αγόρι από το να κάνει αυτό που έκανε, ή ακόμα από το να έχει το όπλο διαμετρήματος 22 χιλιοστών, με το οποίο πυροβόλησε τους συμμαθητές του, και με το οποίο σχεδίαζε να αυτοκτονήσει; Όχι.
Το παιδί ζούσε σ’ ένα ωραίο σπίτι 275.000 δολαρίων, σ’ ένα μεγάλο οικόπεδο σε μια πάροδο, με τη μητέρα του και τον πατριό του, πράγματα που αποκλείουν το επιχείρημα των φιλελευθέρων ότι τα εγκλήματα βίας «προκαλούνται» από πράγματα όπως φτώχεια, άσχημο περιβάλλον ή συνθήκες στριμώγματος. Όπως μετέδωσαν οι δημοσιογράφοι, προσπαθώντας να κατανοήσουν γιατί αυτό το παιδί θα στρεφόταν στη βία, ανακάλυψαν ότι είχε μόλις χωρίσει με το κορίτσι που είχε σχέση για δυο χρόνια και είπε σε ένα άλλο παιδί, τον Nathaniel Deeter, επίσης 15 χρονών, ότι «έχω πραγματικά τρελαθεί μ’ αυτό το πράγμα».
Λοιπόν, η λογική θα μας έκανε να συμπεράνουμε ότι πυροβόλησε το κορίτσι του, σωστά; Λοιπόν, προφανώς όχι. Ο νεαρός Deeter είπε ότι έμοιαζε «σαν να σκεφτόταν κάτι άλλο» πριν από τους πυροβολισμούς, κι όταν ένα παιδί χτυπήθηκε 15 πόδια πέρα από τον Deeter, αυτός φώναξε στο φίλο του ‘Τι κάνεις;»
Λοιπόν, τι φαντάζεστε ότι ΕΚΑΝΕ το παιδί; Ήταν ένα παιδί που δεν είχε μπλεχτεί σε φασαρία πρωτύτερα, που είχε έρθει στην πόλη από ένα άλλο μέρος μόνο δυο χρόνια πιο πριν, που είχε όπλα –  προφανώς μόνο κυνηγετικά όπλα – αλλά τα όπλα δεν βγήκαν από τη θήκη τους ώστε να τρέξουν στο σχολείο και να πηδήξουν στα χέρια του ακριβώς πάνω στην ώρα ώστε να πυροβολήσει τους συμμαθητές του.
Τι συμβαίνει όταν οι έφηβοι παίρνουν στο σχολείο ένα όπλο κι αρχίζουν να πυροβολούν; Μόλις το πράγμα μαθαίνεται, οι γονείς τρέχουν στο σχολείο για να δουν αν τα παιδιά τους είναι καλά. Αυτό είναι που χρειάζεται στον καιρό μας ώστε μερικά παιδιά να τραβήξουν την προσοχή των γονιών τους;
Απ’ ότι έχω δει δουλεύοντας με παιδιά για 50 σχεδόν χρόνια, θα έλεγα ότι ναι, αυτό χρειάζεται ώστε μερικά παιδιά να  κάνουν τους γονείς τους τα ακούσουν. Φαίνεται ότι οι γονείς σήμερα είναι πολύ απασχολημένοι ώστε να ξοδέψουν πολύ χρόνο ακούγοντας τα παιδιά τους. Ενώ αυτό συνέβαινε κυρίως με τους πατεράδες, που παραδοσιακά είναι αυτοί που δουλεύουν έξω από το σπίτι για να ντύσουν και να ταίσουν τα παιδιά, τα τελευταία χρόνια τα παιδιά στερούνται και τη μητέρα τους επίσης.
Όπως είπα στο βιβλίο μου «Επιστρέφοντας στο σπίτι – οι οικογένειες μπορούν να σταματήσουν το ξέφτισμα της Αμερικής», [«COMING HOME – Families Can Stop the Unraveling of America» (Gold Leaf Press, 1996)], στη σύγχρονη Αμερική μεγαλώνουμε μια γενιά ορφανών. Τα παιδιά σήμερα δεν έχουν, ούτε έναν πατέρα ΟΥΤΕ μια μητέρα με χρόνο για να δώσει σημασία στις ανάγκες τους.
Η πλειοψηφία των μητέρων της Αμερικής σήμερα ακολουθεί δουλικά το ηχηρό σάλπισμα-κάλεσμα των φεμινιστριών, ειδικά της  Betty Friedan, που έγραψε στο βιβλίο της του 1963, «Το μυστηριακό περιεχόμενο της θηλυκότητας» [Feminine Mystique]: «Το μυστηριακό περιεχόμενο της θηλυκότητας επιτρέπει, ακόμα κι ενθαρρύνει, τις γυναίκες να αγνοούν το ερώτημα για την ταυτότητά τους. Λέει ότι μπορούν να απαντήσουν στην ερώτηση «ποια είμαι»; λέγοντας: «Η γυναίκα του Θωμά… η μητέρα της Μαρίας». Το πρόβλημα; Σύμφωνα με την Friedan, «ο πυρήνας του προβλήματος για τις γυναίκες σήμερα δεν είναι σεξουαλικό, αλλά ένα πρόβλημα ‘ταυτότητας’ – ένα σταμάτημα, ή ξεγλίστρημα από την ανάπτυξη, που διαιωνίζεται από το μυστηριακό περιεχόμενο της θηλυκότητας». Η λύση; Με το να
μπουν στο χώρο της εργασίας, που προηγουμένως χαρακτηριζόταν ως «αντρική δουλειά», οι γυναίκες μπορούσαν κι αυτές να βρουν την ταυτότητά τους. Οι σύγχρονες γυναίκες, έγραφε η Friedan, «έχουν εξαπατηθεί, ή έχουν εξαπατήσει τον εαυτό τους, με το να «κολλάνε» στην παιδιάστικη θηλυκότητα του ‘επάγγελμα: νοικοκυρά’. Οι γυναίκες, όπως επίσης και οι άντρες, μπορούν να βρουν την ταυτότητά τους στη δουλειά που χρησιμοποιεί όλες τις δυνατότητές τους.
Μια γυναίκα δεν μπορεί να βρει την ταυτότητά της μέσω των άλλων – του συζύγου της, των παιδιών της. Δεν μπορεί να τη βρει μέσα στην πληκτική ρουτίνα του νοικοκυριού».
Αλήθεια; Περίμενα το πέμπτο από τα έξι παιδιά μου όταν διάβασα αυτό το βιβλίο τότε, το1963. Ήμουν αυτό που καταδίκαζε – νοικοκυρά και μητέρα. Τότε σκέφτηκα, και τώρα πραγματικά ξέρω, ότι ήταν μια απίστευτα ρηχή, ανόητη γυναίκα που γράφει για ένα θέμα, για το οποίο δεν ξέρει τίποτα. «Ποια είμαι» σε σχέση με το «τι δουλειά κάνω»; Το πραγματικό έργο των μανάδων είναι πιο προκλητικό, διανοητικά και πνευματικά, από όλες τις δουλειές του κόσμου.
Πολλές γυναίκες με παιδιά σήμερα δουλεύουν έξω από το σπίτι επειδή η πρόκληση του να έχουν μέσα στα πόδια τους μικρά παιδιά που χρειάζονται συνεχή φροντίδα είναι απλώς κάτι πολύ δύσκολο. Είναι πολύ πιο εύκολο π.χ. να δουλεύεις σ’ ένα γραφείο, από ότι είναι να απαντάς στις ερωτήσεις, να λύνεις τις συγκρούσεις, να περιποιείσαι συναισθηματικές και σωματικές γρατσουνιές και χτυπήματα μιας δραστήριας ομάδας μικρών παιδιών.
Να λύνεις τις διενέξεις; Έτσι ακριβώς. Ένα μεγάλο μέρος του να είσαι μητέρα σε μια οικογένεια είναι το να λύνεις τις διενέξεις ΚΑΙ ΝΑ ΔΙΔΑΣΚΕΙΣ ΤΑ ΜΙΚΡΑ πώς να λύνουν τις διενέξεις. Η μητέρα πρέπει να είναι εκεί για να το κάνει αυτό. Δεν μπορεί αυτό να διακινδυνευθεί, ας πούμε, με έναν ξένο που πρακτικά δουλεύει για το τίποτα, ενώ η μητέρα τρέχει βιαστικά στο δικηγορικό γραφείο, για να ξοδέψει το χρόνο και την ενέργειά της δουλεύοντας πάνω στο πιο πρόσφατο πρόβλημα της προαγωγής της σταδιοδρομίας της.
Όταν η μητέρα εγκαταλείπει το θρόνο στο σπίτι, και αρχίζει να κάνει αυτό που παροτρύνει η Friedan – να «βρίσκει την ταυτότητά της» μαθαίνοντας να παίρνει «την ύπαρξή της στα σοβαρά», (π.χ. «σκέψου τον εαυτό σου, όχι τους άλλους), ποιος θα διδάσκει τα παιδιά πώς να σχετίζονται με τον κόσμο γύρω τους και πώς να χειρίζονται τις αναπόφευκτες συγκρούσεις και προκλήσεις της ζωής; Η Hillary Clinton, που είναι μια περιπτωσιολογική μελέτη στο να αποφεύγει την παγίδα του «μυστηριακού περιεχομένου της θηλυκότητας», για την οποία μας προειδοποίησε η Betty Friedan, λέει ότι η λύση είναι να αφήσουμε το «χωριό»,  π.χ. την κυβέρνηση ή τα κυβερνητικά σχολεία, να
διδάξουν ό,τι δίδασκε κάποτε η μητέρα. Είναι αυτό δυνατόν; Δεν είναι.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που είδα ένα ομοσπονδιακό κέντρο φροντίδας για παιδιά εν ώρα λειτουργίας. Στεκόμουν και κοιτούσα ενώ η επιστάτρια, μια εκπαιδευμένη, αλλά όχι μορφωμένη γυναίκα, έβαζε στη γραμμή παιδιά τεσσάρων χρονών πρώτα για να πλύνουν τα χέρια τους. Μετά έμπαιναν στη γραμμή για να πάρουν το κέρασμά τους. Μετά τους έλεγαν να κάτσουν να φάνε το κέρασμά τους. Μετά έκαναν παρέλαση στην τουαλέτα και τους έλεγαν να πλύνουν τα δόντια τους. Όσο πιο πολύ έβλεπα, τόσο περισσότερο πονούσε η καρδιά μου για τα παιδάκια. Τους φέρονταν σαν να ήταν ρομπότ. Κι αυτά ΦΕΡΟΝΤΑΝ σαν ρομπότ. Δεν υπήρχε μητρική συμπεριφορά. Πάντως, μπορούσες ήδη να δεις την απογοήτευση σε κάποια παιδιά.
Το 1971 είχα έξι παιδιά, ηλικίας από έξι ως δεκαεννιά – από τα οποία ούτε δύο δεν ενδιαφέρονταν για τα ίδια πράγματα, ενώ όλα ήθελαν να μου μιλάνε για τα ενδιαφέροντά ΤΟΥΣ. Άκουγα, και μάθαινα από αυτά και άλλα παιδιά που μιλούσαν σε μένα. Έμαθα λιγάκι από αρχαιολογία, ποδόσφαιρο, μπαλέτο, τον εμφύλιο πόλεμο, τραγούδι, ηθοποιία, επιστημονική φαντασία, φύκια, γεράκια, ρολόγια, εγχειρίσεις ματιών, τι κάνει τις μηχανές να δουλεύουν – κι ακόμα εγκατέλειψα τον αγνωστικιστικό ανθρωπισμό της νιότης μου – γιατί άκουγα με προσοχή το ένα ή το άλλο παιδί
μου.
Σε ποιον, αναρωτιέμαι, μιλάνε τα σημερινά παιδιά για τα ενδιαφέροντά τους στη ζωή; Το ένα στο άλλο; Στους δασκάλους; Σε κάποιον στο Διαδίκτυο; Ποιος έχει το χρόνο να προσέξει πότε ένα νεαρό άτομο είναι πραγματικά αναστατωμένο για κάτι; Και αν αυτό γίνει αντιληπτό, νοιάζεται κανείς πραγματικά;
Ένας ανησυχητικός αριθμός νέων ανθρώπων με τους οποίους έχω μιλήσει, είναι πολύ θυμωμένοι με τους γονείς τους. Πιστεύουν ότι οι γονείς τους δεν νοιάζονται για τίποτα άλλο παρά για τα ΔΙΚΑ ΤΟΥΣ ενδιαφέροντα. Και, αυτό ακριβώς δεν είναι που απαιτούσαν οι φεμινίστριες του 60 να κάνουν οι γυναίκες; Η Betty Friedan έγραφε: «Το μυστηριακό περιεχόμενο της θηλυκότητας έχει καταφέρει να θάψει εκατομμύρια Αμερικανίδες ζωντανές. Δεν υπάρχει τρόπος γι’ αυτές τις γυναίκες να δραπετεύσουν από τα άνετα στρατόπεδα συγκέντρωσής τους, παρά ασκώντας ανθρώπινη προσπάθεια που φτάνει πέρα από τη βιολογία, πέρα από τους στενούς τοίχους του σπιτιού, ώστε να βοηθήσουν το μέλλον να διαμορφωθεί. Μόνο με τέτοια προσωπική υποχρέωση στο μέλλον μπορούν οι Αμερικανίδες
να δραπετεύσουν από την παγίδα του νοικοκυριού και να βρουν πραγματικά εκπλήρωση ως σύζυγοι και μητέρες – εκπληρώνοντας τις δικές τους μοναδικές ικανότητες ως ξεχωριστά ανθρώπινα όντα».
Και οι γυναίκες της Αμερικής το έκαναν αυτό. Δραπέτευσαν από την «παγίδα του νοικοκυριού». Σήμερα, γυναίκες σαν την μικρότερη κόρη μου, τη Gwen, την οποία οι άλλες γυναίκες ρωτούν ενοχλητικά «γιατί δεν πάει να δουλέψει» (δηλ. έξω από το σπίτι), θεωρούνται σαν ζωντανά δείγματα μιας πρωτόγονης εποχής από τις εργαζόμενες μητέρες γύρω τους. «Πώς αντέχεις να μένεις σπίτι με τα παιδιά σου όλη μέρα», τη ρωτούν συνεχώς. Αλλά, είναι στο σπίτι όταν κάποιο από τα παιδιά της πέρασε μια άσχημη μέρα και θέλει να μιλήσει γι’ αυτό, ή πέρασε μια θαυμάσια μέρα, κι έχει
ανάγκη να το μοιραστεί. Ένα από τα παιδιά της, η April, πιθανόν να μην είχε ζήσει αν η μητέρα της δούλευε έξω από το σπίτι όλη την ημέρα – γιατί χρειαζόταν σχεδόν καθημερινή περίθαλψη τα πρώτα χρόνια της ζωής της. Μένοντας στο σπίτι, ή στο νοσοκομείο, όταν η April ήταν άρρωστη, η Gwen μπορούσε να κάνει πράγματα που δεν μπορούσε να κάνει μια ολόκληρη ομάδα από νοσοκόμες –  γιατί εκείνες δεν θα είχαν είτε το χρόνο, είτε την προσωπική αγάπη που απαιτείται για να κάνεις πραγματικά καλή δουλειά μητρικής ανατροφής.
Σήμερα φαίνεται ότι έχουμε ένα έθνος γυναικών οι οποίες «εκπληρώνουν τις δικές τους μοναδικές ικανότητες ως ξεχωριστά όντα», οι οποίες δεν είναι πια  η καρδιά της οικογένειας. Είναι απλώς άλλος ένας κουβαλητής που, σαν το μπαμπά του παλιού καιρού, κάνει ό,τι μπορεί για την οικογένεια όταν, και αν, μπορεί να το προσαρμόσει στο πρόγραμμά του. Και τα παιδιά τους θυμώνουν και συγχύζονται και απογοητεύονται όλο και περισσότερο.
Πώς μπορούν τα παιδιά να ξέρουν ποια είναι, όταν η μητέρα ψάχνει απεγνωσμένα να «βρει τον εαυτό της»; Η φροντίδα από τη μητέρα χρειάζεται ωριμότητα, αγάπη, προθυμία να υπηρετήσεις κάποιον άλλο. Ο κόσμος των επιχειρήσεων είναι γεμάτος ανώριμες, αξιομίσητες, εγωίστριες γυναίκες καριέρας που φαίνονται να μην γίνονται ποτέ πραγματικές γυναίκες.
Μια φορά κι έναν καιρό εθεωρείτο πρόβλημα να μην ξέρουν οι γονείς πού είναι τα παιδιά τους. Σήμερα το πρόβλημα είναι, ότι τα περισσότερα παιδιά δεν ξέρουν πού είναι οι γονείς τους. Όταν έπιασαν χθες το παιδί στο Γυμνάσιο   Heritage, πήρε στην αστυνομία κάποια ώρα να βρει τους γονείς του.
Ξέρω ότι πρόκειται να βρω το (ηλεκτρονικό)  γραμματοκιβώτιό μου πήχτρα με θυμωμένα μηνύματα από εργαζόμενες γυναίκες γι’ αυτό το άρθρο, αλλά, κυρίες μου, αυτό συμβαίνει στα παιδιά σας. Δεν έχουν χαθεί ΑΥΤΑ. ΕΣΕΙΣ έχετε χαθεί, και τα παιδιά δεν ξέρουν πού να σας βρουν.
Ξέρω ότι πολλές γυναίκες πρέπει να δουλέψουν. Το έχω περάσει και το έχω κάνει κι εγώ αυτό. Αλλά, υπάρχει μια τεράστια διαφορά ανάμεσα στο να εργάζεσαι γιατί ΠΡΕΠΕΙ να εργαστείς, όπως έκανα εγώ όταν μετά το διαζύγιό μου έμεινα με τέσσερα παιδιά να μεγαλώσω, και στο να εργάζεσαι για να «γλιτώσεις από τα παιδιά», όπως προτρέπουν οι γνωστές της κόρης μου. Και τα παιδιά ξέρουν τη διαφορά.
Θέλετε να κάνετε κάτι για να προστατέψετε τα παιδιά σας, και ίσως να σιγουρευτείτε ότι δεν είναι τόσο απογοητευμένα ώστε ν’ αρχίσουν να πυροβολούν στο σχολείο; Μην κάνετε τον κόπο να γράψετε στα μέλη του Κονγκρέσσου, ζητώντας περισσότερο έλεγχο στα όπλα. Πηγαίνετε να μιλήσετε, ή να γράψετε ένα γράμμα, στα παιδιά σας. Αν εργάζεστε και αυτά γυρίζουν σ’ ένα άδειο σπίτι, πέστε τους ΓΙΑΤΙ εργάζεστε. Εργάζεστε γι’ αυτά – για να βάλετε μια στέγη πάνω από το κεφάλι τους και φαγητό στο τραπέζι; Ή για να «βρείτε» τον εαυτό σας και να αποκτήσετε ένα πιο ωραίο αυτοκίνητο κι ένα μεγαλύτερο σπίτι; Αν δεν μπορείτε να αντέξετε να παρατήσετε τη δουλειά σας, τότε τουλάχιστον αγοράστε σε κάθε παιδί σας ένα κινητό τηλέφωνο ώστε να μπορούν τουλάχιστον να σας ΜΙΛΗΣΟΥΝ
πριν κάνουν κάτι πραγματικά ανόητο ή βίαιο.
Ή δουλεύετε εξαιτίας της μυθικής αντίληψης ότι πρόκειται να βρείτε τον εαυτό σας μέσα από κάποια μορφή εργασίας; Αν η απάντησή σας είναι «ναι», τότε χάνετε τον καιρό σας. Αντίθετα με τις μωρολογίες της Betty Friedan, η πραγματική μας «ταυτότητα» δεν προέρχεται από το είδος της δουλειάς που κάνουμε, αλλά από τα πιστεύω μας ή το σύστημα αξιών μας και από την αγάπη των ανθρώπων γύρω μας – οικογένειας και φίλων.
Πρώτον, η πίστη μου λέει πως είμαι παιδί του Ουράνιου Πατέρα μου. Δεύτερον, είμαι μητέρα, γιαγιά, αδελφή, κόρη, εγγονή, ανιψιά, εξαδέλφη και φίλη σε μια πολύ μεγάλη κοινότητα ανθρώπων, που φαίνεται να αυξάνει καθημερινά.
Ναι, είμαι συγγραφέας. Αλλά αυτό δεν δείχνει ΠΟΙΑ είμαι. Αυτό δείχνει ΤΙ είμαι. Και, ας λεει η Betty Friedan, προτιμώ πολύ περισσότερο να είμαι ΚΑΠΟΙΑ, παρά ΚΑΤΙ.


Τίτλος: I’d Much Rather be a WHO than a WHAT
Why Are Our Children So Unhappy That They Kill?
By: Mary Mostert, Analyst, Original Sources, (http://www.originalsources.com), 21 Μαίου 1999